Τα Πειραματικά Οικονομικά αποτελούν ένα σχετικά νέο τομέα της Οικονομικής Επιστήμης, ο οποίος ξεκίνησε συστηματικά κατά την δεκαετία του 1960 από τον Reinhard Selten και αναγνωρίστηκε εκτενώς με την απονομή του βραβείου Νόμπελ Οικονομίας το 2002 στους Vernon Smith και Daniel Kahneman για «την εγκαθίδρυση των πειραματικών οικονομικών σαν εργαλείο εμπειρικής ανάλυσης [..]». Τα Πειραματικά Οικονομικά διαθέτουν τα κατάλληλα εργαστηριακά εργαλεία για να προσομοιώσουν μια οικονομική κατάσταση και να επιτρέψουν στον ερευνητή να μελετήσει την συμπεριφορά των ατόμων. Βασιζόμενα σε αυστηρά μεθοδολογικά πρωτόκολλα, επιτρέπουν την ανάλυση  των συμπεριφορών των ατόμων και συμβάλουν αποτελεσματικά στην έρευνα που αφορά στην κρίση της «αναπαραγωγιμότητας και επαναληψιμότητας αποτελεσμάτων» που ταλανίζει τα τελευταία χρόνια τις συμπεριφορικές επιστήμες.

Βασικός σκοπός των Πειραματικών Οικονομικών είναι ο σχεδιασμός  πειραμάτων μέσω των οποίων ελέγχονται τα συμπεράσματα και πορίσματα της Οικονομικής θεωρίας. Ο πειραματιστής δημιουργεί ένα οικονομικό περιβάλλον με επακριβείς κανόνες και κίνητρα για τους συμμετέχοντες, οι οποίοι καλούνται να πάρουν μια σειρά αποφάσεων που επηρεάζουν την τελική τους απόδοση (αμοιβή) στο πείραμα. Απαραίτητο στοιχείο ενός οικονομικού πειράματος είναι η ύπαρξη κινήτρων -συνήθως χρηματικών. Τα χρηματικά κίνητρα σχεδιάζονται με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι συμβατά με «ορθολογικές» συμπεριφορές. Για παράδειγμα ο πειραματιστής μπορεί να προσομοιώνει μια «αγορά»  στην οποία τα άτομα αμείβονται για τη συμμετοχή τους σε αυτή με βάση τις αποφάσεις που έχουν λάβει, γεγονός που τους δίνει κίνητρο για «ορθολογικές» επιλογές. Ο πειραματιστής μπορεί να δοκιμάσει διαφορετικές εκδοχές της αγοράς, αλλάζοντας κάθε φορά μια βασική παράμετρο της (π.χ. συνθήκες τεχνολογίας, οικονομικές πολιτικές) για να μελετήσει την ανταπόκριση των συμμετεχόντων σε αυτές τις διαφοροποιήσεις. Ένα άλλο βασικό στοιχείο της πειραματικής μεθοδολογίας είναι η ύπαρξη μιας «ομάδας ελέγχου» (control group) η οποία συμμετέχει στο αρχικό πείραμα με τις βασικές παραμέτρους και μιας τουλάχιστον «ομάδας αγωγής» (treatment group) η οποία συμμετέχει σε ένα πείραμα το οποίο διαφέρει μόνο κατά μια παράμετρο από το αρχικό. Ο ερευνητής, συγκρίνοντας τις συμπεριφοράς των δυο ομάδων, μπορεί να εξάγει συμπεράσματα για την σχέση αιτιότητας, κάτι που αποτελεί το βασικό πλεονέκτημα της πειραματικής μεθοδολογίας έναντι άλλων ερευνητικών προσεγγίσεων.